μορφοφωνηματική

μορφοφωνηματική
η γλωσσ. βλ. μορφοφωνολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphophonemics (< μορφή + φώνημα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • μορφοφωνολογία — η γλωσσ. όρος που επινοήθηκε από τον Νικολάι Τρουμπετσκόυ το 1931 και καλύπτει, από την προοπτική τού δομισμού, τη μελέτη τών φωνολογικών εναλλαγών οι οποίες συνδέονται με μεταβολές στη μορφολογία (μορφήματα, αλλόμορφα κ.λπ.) ο αμερικανικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”